- κινδαψός
- κινδαψός, ὁ (Α)1. (λ. που χρησιμοποιούσε ο ομιλητής όταν δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη έκφραση) πες το..., «πώς τό λένε...», σκινδαψός*2. (κατά τον Ησύχ.) «κινδαψοί ὄρνεα και ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί».3. τετράχορδο μουσικό όργανο4. είδος δένδρου που μοιάζει με κισσό.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκινδαψός*, με σίγηση τού αρκτικού σ-].
Dictionary of Greek. 2013.